ευλεχης

ευλεχης
    εὐλεχής
    εὐ-λεχής
    2
    Anth. = εὔλεκτρος См. ευλεκτρος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ευλεχης" в других словарях:

  • ευλεχής — εὐλεχής, ές (Α) εύλεκτρος* («εὐλεχέος θαλάμου», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λεχής (< λέχος), πρβλ. απειρο λεχής, κοινο λεχής κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • εὐλεχῆ — εὐλεχής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐλεχής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐλεχής masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλεχέος — εὐλεχής masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέχος — λέχος, τὸ (Α) 1. ανάκλιντρο, κλίνη, κρεβάτι («Ζεὺς δὲ πρὸς ὃν λέχος ἤι», Ομ. Ιλ.) 2. συζυγική κλίνη και, κατ επέκταση, ο γάμος (α. «λέχος δ ᾔσχυνε», Ομ. Οδ. β. «ἰὼ λέχος καὶ στίβοι φιλάνορες», Αισχύλ) 3. η σύζυγος («λέχος γαμήλιον», Αριστοφ.) 4.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»